- τιθασεια
- τιθασείατῐθᾰσείαἥ заповедник для животных
(τιθασεῖαι τῶν ἰχθύων Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τιθασεῖαι τῶν ἰχθύων Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τιθασεία — τιθασείᾱ , τιθασεία taming fem nom/voc/acc dual τιθασείᾱ , τιθασεία taming fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθασεία — ἡ, Α [τιθασεύω] τιθάσευση, εξημέρωση … Dictionary of Greek
τιθασείας — τιθασείᾱς , τιθασεία taming fem acc pl τιθασείᾱς , τιθασεία taming fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθασείαν — τιθασείᾱν , τιθασεία taming fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθασείαις — τιθασεία taming fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)